- ένατος
- -η, -ο (AM ἔνατος, -άτη, -ατονΑ και επιτ. τ. εἴνατος, -η, -ον και αιολ. τ. ἔνοτος, -η, -ον)αυτός που στη σειρά κατέχει τον αριθμό εννέα («εἴνατος ἐνιαυτός», Ομ. Ιλ.)νεοελλ.1. το ουδ. ως ουσ. το ένατοκαθένα από τα εννέα ίσα μέρη ενός συνόλου2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα έναταμνημόσυνο που γίνεται την ένατη μέρα μετά την ταφή, εννιάμερα3. μουσ. το θηλ. ως ουσ. η ενάτηο ένατος φθόγγος τής διατονικής κλίμακαςαρχ.1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἔναταθυσίες που προσφέρονταν την ένατη μέρα μετά τον ενταφιασμό2. φρ. «ἔναται Μοῡσαι» — οι εννέα Μούσες.
Dictionary of Greek. 2013.